- άψυκτος
- και άψυχτος, -η, -ο (Α ἄψυκτος, -ον)αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άψυκτος — η, ο αυτός που δεν ψύχτηκε καλά ή καθόλου: Τα κρέατα έμειναν άψυκτα και αλλοιώθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄψυκτον — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc sg ἄψυκτος not capable of being cooled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψύκτους — ἄψυκτος not capable of being cooled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)